- πελεία
- πελείᾱ , πέλειαdovefem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πελεία — Πελείᾱ , Πελείης masc nom/voc/acc dual (doric) Πελείᾱ , Πελείης masc voc sg (attic doric) Πελείᾱ , Πελείης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελείᾳ — πελείᾱͅ , πέλεια dove fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελείᾳ — Πελείᾱͅ , Πελείης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλεια — dove fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… … Dictionary of Greek
πελειά — πελειάς fruitpigeon fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλεια — Πελείης masc voc sg (doric) Πελείης masc nom sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελείας — πελείᾱς , πέλεια dove fem acc pl πελείᾱς , πέλεια dove fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελειάων — πελειά̱ων , πέλεια dove fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελείας — Πελείᾱς , Πελείης masc acc pl (doric) Πελείᾱς , Πελείης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)